- βραδυπορώ
- (Α βραδυπορῶ, -έω) [βραδυπόρος]νεοελλ.καθυστερώαρχ.περπατώ αργά.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
βραδυπορώ — βλ. πίν. 73 (κυρίως στον ενεστ. και παρατατ.) … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
βραδυπορώ — ησα, βαδίζω αργά, αργοπορώ: Τ’ αυτοκίνητα αναγκάστηκαν να βραδυπορήσουν εξαιτίας της ολισθηρότητας του δρόμου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αργοπορώ — (Μ ἀργοπορῶ, έω) βαδίζω αργά, βραδυπορώ, καθυστερώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. *αργοπόρος, κατά το σχήμα βραδυπόρος > βραδυπορώ] … Dictionary of Greek
εντρέπομαι — και (α)ντρέπομαι και ντρέπουμαι (AM ἐντρέπομαι, Α και ἐντρέπω, Μ και (ἀ)ντρέπομαι και ντρέπουμαι) 1. νιώθω ντροπή για τον εαυτό μου ή για λογαριασμό άλλου, συστέλλομαι, ντροπιάζομαι, καταντροπιάζομαι («ντρέπομαι να τόν δω» «ντρέπομαι για… … Dictionary of Greek
ολιγοδρομώ — ὀλιγοδρομῶ, έω (Α) (για τη σελήνη) προχωρώ σιγά. σιγά, με αργό ρυθμό, βραδυπορώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀλιγ(ο) (βλ. λ. λιγο ) + δρομῶ (< δρομος < δρόμος), πρβλ. ισο δρομώ, ορθο δρομώ] … Dictionary of Greek
χωλαίνω — ΝΜΑ [χωλός] 1. (μτβ.) προκαλώ χωλότητα σε κάποιον, κάνω κάποιον κουτσό 2. (αμτβ.) α) είμαι κουτσός β) κουτσαίνω, δεν μπορώ να περπατήσω κανονικά (α. «με ἐν υπόδημα, χωλαίνων και πατών επί ακανθών», Παπαδ. β. «τοὺς χωλαίνοντας ὄνους», Γεωπ. γ.… … Dictionary of Greek
επιβραδύνω — επιβράδυνα, επιβραδύνθηκα, μτβ. 1. κάνω κάτι να κινείται με βραδύτερο ρυθμό, ελαττώνω την ταχύτητα. 2. κάνω κάτι να αναβληθεί για λίγο, να αργοπορήσει, το αργοπορώ: Το ατύχημα επιβράδυνε την αναχώρησή του. 3. αμτβ., κινούμαι αργά, βραδυπορώ,… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)